Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

στο σκοτάδι

  • 1 тьма

    θ.
    1. σκοτάδι, σκότος•

    тьма ночи το σκοτάδι της νύχτας•

    погрузиться во тьму βυθίζομαι στο σκοτάδι•

    во тьме στο σκοτάδι•

    нависла тьма έπεσε το σκοτάδι.

    2. αμάθεια, αμορφωσιά, καθυστέρηση•

    ученье тьма свет, а неученье тьма - η μάθηση είναι φως, η αμάθεια είναι σκοτάδι.

    θ. παλ. δέκα χιλιάδες. || πλήθος, σωρεία•

    тьма народу πλήθος λαού•

    тьма дел σωρεία υποθέσεων.

    εκφρ.
    тьма (тьмы) тема)παλ. εκατό χιλιάδες, β) τεράστια ποσότητα•
    тьма тьмушая – (απλ.) πλήθος, σωρεία, σωρός•
    у меня знакомых —тьмущая – έχω ένα σωρό γνωστούς.

    Большой русско-греческий словарь > тьма

  • 2 темнота

    темнота ж το σκοτάδι, το σκότος· в \темнотае στο σκοτάδι
    * * *
    ж
    το σκοτάδι, το σκότος

    в темноте́ — στο σκοτάδι

    Русско-греческий словарь > темнота

  • 3 погрузить

    ρ.σ.μ.
    1. βυθίζω, ποντίζω, εμβαπτίζω, βουτώ (σε υγρό)•

    погрузить в воду βυθίζω στο νερό•

    погрузить ноги в песок• βυθίζω τα πόδια, στον άμμο.

    || κατέχομαι (από βαρύ αίσθημα)•

    смерть матери -ла его в скорбь ο θάνατος της μάνας τον βύθισε σε μεγάλη θλίψη.

    || μτφ. ρίχνω, εμβάλλω•

    погрузить в тьму βυθίζω στο σκοτάδι•

    погрузить в сон βυθίζω στον ύπνο.

    || μτφ. απορροφώ;
    2. φορτώνω επιβιβάζω μπαρκάρω•

    погрузить мешки в телегу φορτώνω τσουβάλια στο αμάξι•

    погрузить полк в вагоны επιβιβάζω το σύνταγμα στα βαγόνια•

    погрузить пароход μπαρκάρω το ατμόπλοιο.

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    погрузить в воду βυθίζομαι στο νερό•

    город -лся в темноту η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι•

    погрузить в размышления βυθίζομαι σε σκέψεις•

    погрузить в отчаяние βυθίζομαι σε απελπισία, περιπίπτω σε απόγνωση.

    || επιβιβάζομαι. || φορτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > погрузить

  • 4 впотьмах

    впотьмах μέσα στο σκοτάδι, στα σκοτεινά
    * * *
    μέσα στο σκοτάδι, στα σκοτεινά

    Русско-греческий словарь > впотьмах

  • 5 темнота

    θ.
    1. σκοτάδι, σκότος•

    сидеть в -е κάθομαι στο σκοτάδι•

    темнота приближатеся το σκοτάδι ζυγώνει, κοντεύει να σκοτεινιάσει.

    2. μτφ. παλ. ασάφεια• «καταληψία, θολότητα.
    3. μτφ. σκοταδισμάς(πνευματ ική-πολιτ ιστ ική καθυστέρηση).

    Большой русско-греческий словарь > темнота

  • 6 тонуть

    тону, тонешь, μτχ. ενστ. тонущий
    ρ.δ.
    1. βυθίζομαι• βουλιάζω•

    железо -нет в воде το σίδερο βυθίζεται στο νερό•

    дерево не -нет в воде το ξύλο δε βυθίζεται στο νερό.

    || πνίγομαι•

    тонуть в море, в реке πνίγομαι στη θάλασσα, στο ποτάμι.

    2. βουλιάζω•

    тонуть в грязи βουλιάζω στη λάσπη.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    тонуть в темноте χάνομαι στο σκοτάδι.

    εκφρ.
    тонуть в крови – α) πνίγομαι στο αίμα (είμαι αιμόφυρτος ή καταστέλλω με αιματοχυσία), β) γίνεται αιματοχυσία, αιματοκύλισμα.

    Большой русско-греческий словарь > тонуть

  • 7 мрак

    мрак
    м τό σκοτάδι, τό σκότος:
    во \мраке ночи στό σκοτάδι, τής νύχτας· ◊ э́то покрыто \мраком неизвестности εἶναι σκεπασμένο μέ τό πέπλο τοῦ μυστηρίου.

    Русско-новогреческий словарь > мрак

  • 8 растворить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ. ανοίγω διάπλατα•

    растворить ворота ανοίγω την πύλη•

    растворить циркуль ανοίγω το διαβήτη•

    растворить ножницы ανοίγω το ψαλίδι.

    ανοίγομαι.
    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растворенный, βρ: -рен, -рена,
    ρ.σ.μ.
    1. растворить известь в воде διαλύω ασβέστη στο νερό.
    2. ζυμώνω, φτιάχνω ζυμάρι.
    1. διαλύομαι•

    сахар -лся в воде η ζάχαρη έλιωσε στο νερό.

    || ζυμώνομαι• πολτοποιούμαι.
    2. μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι• εκλείπω σβήνω•

    всё -лось в темноте όλα χάθηκαν στο σκοτάδι•

    горе -лось в общей радости η στενοχώρια πέρασε μέσα στη γενική χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > растворить

  • 9 впотьмах

    επίρ.
    στα σκοτεινά, στο σκοτάδι, στο σκότος.

    Большой русско-греческий словарь > впотьмах

  • 10 наугад

    επίρ.
    στην τύχη, τυχαία, στα κουτουρού, στο βρόντο•

    идти в темноте наугад βαδίζω στο σκοτάδι, στην τΰχη (στα τυφλά)•

    сказать λέγω στα κουτουρού.

    Большой русско-греческий словарь > наугад

  • 11 оглядеть

    -яжу, -дишь
    ρ.σ.μ.
    περί βλέπω, περισκοπώ, κοιτάζω ολόγυρα.
    1. βλ. ρ. ενεργ. φ.
    2. συνηθίζω να διακρίνω στο σκοτάδι.
    3. μτφ. προσαρμόζομαι στο περιβάλλον, συνηθίζω γνωρίζομαι με το περιβάλλον.

    Большой русско-греческий словарь > оглядеть

  • 12 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 13 впотьмах

    впотьмах
    нареч στά σκοτεινά, στό σκοτάδι, στά θεοσκότεινα.

    Русско-новогреческий словарь > впотьмах

  • 14 покров

    покров
    м
    1. τό κάλυμμα:
    снежный \покров στρώμα ἀπό χιόνι·
    2. перен ὁ πέπλος, τό κάλυμμα:
    под \покровом ночи στό σκοτάδι τῆς νύχτας·
    3. анЬт. τό περίβλημα:
    кожный \покров τό δέρμα.

    Русско-новогреческий словарь > покров

  • 15 различать

    различать
    несов
    1. (проводить различие) ξεχωρίζω, διακρίνω·
    2. (распознавать) διακρίνω:
    \различать в темноте διακρίνω στό σκοτάδι.

    Русско-новогреческий словарь > различать

  • 16 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 17 окунуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окунутый, βρ: -ут. -а, -о
    ρ.σ.μ. βυθίζω, βουτώ•

    окунуть до пояса βουτώ ως τη ζώνη (μέση).

    (κυρλξ. κ. μτφ.) βυθίζομαι, βουτιέμαι•

    окунуть до шеи βυθίζομαι ως το λαιμό•

    окунуть в мрак βυθίζομαι στο σκοτάδι.

    || μτφ. ρίχνομαι, αφοσιώνομαι•

    окунуть в науку αφοσιώνομαι στην επιστήμη.

    Большой русско-греческий словарь > окунуть

  • 18 помрачить

    -чит, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. помраченный, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.
    1. σκοτεινιάζω• επισκοτίζω• συσκοτίζω. || μτφ. θλίβω, λυπώ, στενοχωρώ.
    2. μτφ. επισκιάζω, υπερέχω, ξεπερνώ.
    εκφρ.
    помрачить ум ή рассудок – σκοτίζω το μυαλό, το λογικό.
    1. σκοτεινιάζω, συσκοτίζομαι, βυθίζομαι στο σκοτάδι. || αδυνατίζω, εξασθενίζω, θαμπώνω (για την όραση).
    2. θλίβομαι, λυπούμαι, στενοχωρούμαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -лся – το μυαλό μου, το λογικό μου σκοτίστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > помрачить

  • 19 присмотреть

    ρ.σ.
    1. επιβλέπω, επιτηρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω προσέχω, φυλάγω•

    присмотреть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    || φροντίζω, μεριμνώ.
    2. κοιτάζω να βρω, γυρεύω, αναζητώ, ερευνώ.
    1. κοιτάζω, παρατηρώ προσεχτικά. || προσέχοντας κατανοώ.
    2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι•

    -к работе συνηθίζω στη δουλειά•

    присмотреть в темноте συνηθίζω στο σκοτάδι.

    Большой русско-греческий словарь > присмотреть

  • 20 различить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. различенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    διακρίνω, ξεχωρίζω•

    он -ил е в темноте αυτός τη διέκρινε στο σκοτάδι•

    различить цвет ξεχωρίζω το χρώμα.

    Большой русско-греческий словарь > различить

См. также в других словарях:

  • σκοτάδι — το, Ν 1. έλλειψη φωτός, σκότος (α. «κοιτάζοντας ο καθένας τον ίδιο κόσμο χωριστά, το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά», Σεφέρης β. «εκεί που τραβούσανε τη νύχτα στο σκοτάδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) έλλειψη σαφήνειας, βεβαιότητας ή σιγουριάς («η… …   Dictionary of Greek

  • σκοτάδι — το 1. έλλειψη φωτός, σκότος: Δεν έβλεπαν τίποτε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. 2. άγνοια, ασάφεια, μυστήριο: Πυκνό σκοτάδι καλύπτει την υπόθεση. – Βρίσκεται σε σκοτάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινιάζω — Ν [σκοτεινιά] 1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.) 2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει… …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

  • φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»